ἔξαρμα — rising neut nom/voc/acc sg ἔξαρμος with dislocated limbs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξαρμα — το (AM ἔξαρμα) [εξαίρω] 1. άρση, ύψωση, ύψωμα τού εδάφους, λόφος 2. οίδημα, εξόγκωμα, φούσκωμα, πρήξιμο 3. αστρον. το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα ουράνιο σώμα ειδικ. «το έξαρμα τού πόλου» το ύψος τού ουράνιου πόλου πάνω από τον ορίζοντα τού… … Dictionary of Greek
ἐξαρμάτων — ἔξαρμα rising neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάρματα — ἔξαρμα rising neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάρματι — ἔξαρμα rising neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάρματος — ἔξαρμα rising neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάρμισμα — ἐξάρμισμα, το (Μ) [έξαρμα] οίδημα, φούσκωμα, πρήξιμο … Dictionary of Greek
μεσουράνηση — (Αστρον.). Η διέλευση ενός αστέρα από τον ουράνιο μεσημβρινό ενός παρατηρητή. Εξαιτίας της περιστροφής της Γης το φαινόμενο συμβαίνει δύο φορές την ημέρα, μόνο όμως στην περίπτωση των αειφανών αστέρων μπορούν να παρατηρηθούν και οι δύο μ. Ο… … Dictionary of Greek
υφαλοράχη — η, Ν επίμηκες έξαρμα τού πυθμένα τής θάλασσας με σχήμα ράχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + ράχη] … Dictionary of Greek
υφαλοχερσόνησος — η, Ν έξαρμα τού βυθού το οποίο θα μπορούσε να σχηματίσει χερσόνησο εάν κατέβαινε η στάθμη τής θαλάσσιας επιφάνειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + χερσόνησος] … Dictionary of Greek